- φελλόδενδρο
- το, Νβοτ.1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες τής τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 9 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή τής ανατολικής Ασίας και τών οποίων ο φλοιός σχηματίζει φελλό2. κοινή ονομασία τού είδους δρυός Quercus suber από το οποίο λαμβάνεται ο φελλός, αλλ. φελλόδρυς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phellodendrum < φελλός + δένδρο].
Dictionary of Greek. 2013.